δυσώπημα: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysopima | |Transliteration C=dysopima | ||
|Beta Code=dusw/phma | |Beta Code=dusw/phma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, [[a means of making]] one [[ashamed]], and so, a [[corrective]], τῶν ἡμαρτημένων J.''BJ''1.25.5, cf. D.Chr.''Fr.''8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> [[motivo de vergüenza]] ἔσεσθαι δ. τῶν ἁμαρτημάτων I.<i>BI</i> 1.509.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[medio de persuasión]] μέγα γὰρ δ. σωφροσύνης τέκνωσις D.Chr.<i>Fr</i>.8<br /><b class="num">•</b>ref. a Dios [[ofrenda propiciatoria]] τοῦτο ἀντὶ δυσωπήματος προσάγω Thdr.Heracl.<i>Fr.Is</i>.M.18.1329C.<br /><b class="num">2</b> [[argumento]] ἀξιόπιστα δυσωπήματα προβάλλεται εἰς πίστωσιν Thdr.Heracl.<i>Fr.Is</i>.M.18.1352C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσώπημα''': τό, [[μέσον]] δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= [[μέσον]] ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα [[δυσώπημα]] σωφροσύνης [[τέκνωσις]] Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4. | |lstext='''δυσώπημα''': τό, [[μέσον]] δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= [[μέσον]] ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα [[δυσώπημα]] σωφροσύνης [[τέκνωσις]] Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, a means of making one ashamed, and so, a corrective, τῶν ἡμαρτημένων J.BJ1.25.5, cf. D.Chr.Fr.8.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I motivo de vergüenza ἔσεσθαι δ. τῶν ἁμαρτημάτων I.BI 1.509.
II 1medio de persuasión μέγα γὰρ δ. σωφροσύνης τέκνωσις D.Chr.Fr.8
•ref. a Dios ofrenda propiciatoria τοῦτο ἀντὶ δυσωπήματος προσάγω Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1329C.
2 argumento ἀξιόπιστα δυσωπήματα προβάλλεται εἰς πίστωσιν Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1352C.
German (Pape)
[Seite 692] τό-das Beschämende, Reue Verursachende, Ios. B. Iud. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
δυσώπημα: τό, μέσον δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= μέσον ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα δυσώπημα σωφροσύνης τέκνωσις Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4.