σπίνα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spina
|Transliteration C=spina
|Beta Code=spi/na
|Beta Code=spi/na
|Definition=ἡ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σπίνος 1, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> a fish, <span class="bibl">Alex.84</span>.</span>
|Definition=ἡ, =<br><span class="bld">A</span> σπίνος 1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> a fish, Alex.84.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] ἡ, = [[σπίνος]]; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] ἡ, = [[σπίνος]]; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''σπίνα''': ἢ σπίνη, ἡ, = [[σπίνος]], Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.»1.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> το [[πουλί]] [[σπίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σπίνος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σπίζω]], [[σπίγγος]])].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br />(αρχ. αθλ.) [[διαχωριστικός]] [[τοίχος]] στο [[μέσο]] της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους [[γύρω]] από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>spina</i> «[[αγκάθι]], [[διαχωριστικός]] [[τοίχος]] στο [[μέσο]] της αρένας»].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπίνα Medium diacritics: σπίνα Low diacritics: σπίνα Capitals: ΣΠΙΝΑ
Transliteration A: spína Transliteration B: spina Transliteration C: spina Beta Code: spi/na

English (LSJ)

ἡ, =
A σπίνος 1, Hsch.
II a fish, Alex.84.

German (Pape)

[Seite 921] ἡ, = σπίνος; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπίνα: ἢ σπίνη, ἡ, = σπίνος, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.»1.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
1. είδος ψαριού
2. το πουλί σπίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σπίνος (βλ. και λ. σπίζω, σπίγγος)].
(II)
η, Ν
(αρχ. αθλ.) διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους γύρω από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spina «αγκάθι, διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας»].