κιμμερικόν: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kimmerikon | |Transliteration C=kimmerikon | ||
|Beta Code=kimmeriko/n | |Beta Code=kimmeriko/n | ||
|Definition=(''[[sc.]]'' [[ἱμάτιον]]), τό, [[woman's garment]], | |Definition=(''[[sc.]]'' [[ἱμάτιον]]), τό, [[woman's garment]], Ar.''Lys.''45,52 (κιμβ-cod. R, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιμμερικόν''': (δηλ. [[ἱμάτιον]]), τό, ἐσθὴς γυναικεία, Ἀριστοφ. Λυσ. 45, 52, κατὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ. καὶ τὸν Φώτ.· κοινῶς [[κιμβερικόν]]. | |lstext='''κιμμερικόν''': (δηλ. [[ἱμάτιον]]), τό, ἐσθὴς γυναικεία, Ἀριστοφ. Λυσ. 45, 52, κατὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ. καὶ τὸν Φώτ.· κοινῶς [[κιμβερικόν]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. ἱμάτιον), τό, woman's garment, Ar.Lys.45,52 (κιμβ-cod. R, Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
κιμμερικόν: (δηλ. ἱμάτιον), τό, ἐσθὴς γυναικεία, Ἀριστοφ. Λυσ. 45, 52, κατὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ. καὶ τὸν Φώτ.· κοινῶς κιμβερικόν.