χιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chioeidis
|Transliteration C=chioeidis
|Beta Code=xioeidh/s
|Beta Code=xioeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in form of a</b> X, <span class="bibl">Sor.2.41</span> (cj.); ἐπίδεσμος <span class="bibl">Paul.Aeg. 6.66</span>. Adv. <b class="b3">-δῶς</b> Sophon.<b class="b2">in de An</b>.<span class="bibl">19.34</span>.</span>
|Definition=χιοειδές, [[in form of an X]], Sor.2.41 (cj.); ἐπίδεσμος Paul.Aeg. 6.66. Adv. [[χιοειδῶς]] Sophon.in de An.19.34.
}}
{{ls
|lstext='''χῑοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] του γράμματος Χ, [[σταυροειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χιοειδῶς</i> Μ<br />[[κατά]] χιοειδή τρόπο, σταυροειδώς («συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς», Λέων. Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χεῖ</i>/<i>χῖ</i> <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑοειδής Medium diacritics: χιοειδής Low diacritics: χιοειδής Capitals: ΧΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chioeidḗs Transliteration B: chioeidēs Transliteration C: chioeidis Beta Code: xioeidh/s

English (LSJ)

χιοειδές, in form of an X, Sor.2.41 (cj.); ἐπίδεσμος Paul.Aeg. 6.66. Adv. χιοειδῶς Sophon.in de An.19.34.

Greek (Liddell-Scott)

χῑοειδής: -ές, ὅμοιος τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα του γράμματος Χ, σταυροειδής.
επίρρ...
χιοειδῶς Μ
κατά χιοειδή τρόπο, σταυροειδώς («συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς», Λέων. Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖ/χῖ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].