ἀμβλυντικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amvlyntikos | |Transliteration C=amvlyntikos | ||
|Beta Code=a)mbluntiko/s | |Beta Code=a)mbluntiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ἀμβλυντική, ἀμβλυντικόν, [[apt to dull]], ὄψεως Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Dsc.1.69, Antyll. ap.Orib.10.24. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[embolador]] ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.<br /><b class="num">2</b> [[que reduce o suaviza]] στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0118.png Seite 118]] zum Abstumpfen geschickt, ὄψεως Ath. II, 64 b. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμβλυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμβλυντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμβλύνω]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τικός</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμβλυντική, ἀμβλυντικόν, apt to dull, ὄψεως Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Dsc.1.69, Antyll. ap.Orib.10.24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 embolador ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.
2 que reduce o suaviza στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.
German (Pape)
[Seite 118] zum Abstumpfen geschickt, ὄψεως Ath. II, 64 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυντικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμβλυντικός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. -τικός].