ἀναγραπτέον: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anagrapteon
|Transliteration C=anagrapteon
|Beta Code=a)nagrapte/on
|Beta Code=a)nagrapte/on
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one must inscribe</b>, εὐεργέτην ἀ. τινά <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span> 30.2</span>; generally, <b class="b2">one must count among</b>, <span class="bibl">Ph.1.299</span>.</span>
|Definition=[[one must inscribe]], εὐεργέτην ἀ. τινά Luc.''DMort.'' 30.2; generally, [[one must count among]], Ph.1.299.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que inscribir]] τίνα εὐεργέτην ἀ.; Luc.<i>DMort</i>.30.2<br /><b class="num"></b>[[hay que considerar]] ὧν ἕνα καὶ τὸν Βαλααμ ἀ. Ph.1.299.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναγραπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀναγράφω]], δεῖ ἀναγράφειν, εὐεργέτην ἀναγρ. τινὰ Λουκ. Νεκρ. Δ. 30. 2. ΙΙ. ἀναγραπτέος, α, ον, Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστ. μαρτυρησάντων 13, ἐν τέλ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγραπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀναγράφω]], αυτό που πρέπει να αναγράφει, <i>εὐεργέτην ἀν. τινά</i>, σε Λουκ.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγραπτέον Medium diacritics: ἀναγραπτέον Low diacritics: αναγραπτέον Capitals: ΑΝΑΓΡΑΠΤΕΟΝ
Transliteration A: anagraptéon Transliteration B: anagrapteon Transliteration C: anagrapteon Beta Code: a)nagrapte/on

English (LSJ)

one must inscribe, εὐεργέτην ἀ. τινά Luc.DMort. 30.2; generally, one must count among, Ph.1.299.

Spanish (DGE)

hay que inscribir τίνα εὐεργέτην ἀ.; Luc.DMort.30.2
hay que considerar ὧν ἕνα καὶ τὸν Βαλααμ ἀ. Ph.1.299.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγραπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναγράφω, δεῖ ἀναγράφειν, εὐεργέτην ἀναγρ. τινὰ Λουκ. Νεκρ. Δ. 30. 2. ΙΙ. ἀναγραπτέος, α, ον, Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστ. μαρτυρησάντων 13, ἐν τέλ.

Greek Monotonic

ἀναγραπτέον: ρημ. επίθ. του ἀναγράφω, αυτό που πρέπει να αναγράφει, εὐεργέτην ἀν. τινά, σε Λουκ.