περίνοος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perinoos
|Transliteration C=perinoos
|Beta Code=peri/noos
|Beta Code=peri/noos
|Definition=ον, contr. περίνους, ουν, (νοέω) [[very intelligent]]: Sup. περινούστατος <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.326</span>.
|Definition=περίνοον, contr. [[περίνους]], περίνουν, ([[νοέω]]) [[very intelligent]]: Sup. περινούστατος S.E.''M.''7.326.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνοος Medium diacritics: περίνοος Low diacritics: περίνοος Capitals: ΠΕΡΙΝΟΟΣ
Transliteration A: perínoos Transliteration B: perinoos Transliteration C: perinoos Beta Code: peri/noos

English (LSJ)

περίνοον, contr. περίνους, περίνουν, (νοέω) very intelligent: Sup. περινούστατος S.E.M.7.326.

German (Pape)

[Seite 583] zsgzgn περίνους, umsichtig, klug, περινούστατοι S. Emp. adv. log. 1, 326.

Russian (Dvoretsky)

περίνοος: стяж. περίνους 2 (superl. περινούστατος) весьма осмотрительный, умный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

περίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, (νοέω) σφόδρα συνετός. Υπερθ. περινούστατος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 326· ἲδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 144.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. περίνους.