καταπαλτός: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapaltos | |Transliteration C=katapaltos | ||
|Beta Code=katapalto/s | |Beta Code=katapalto/s | ||
|Definition= | |Definition=καταπαλτή, καταπαλτόν, [[hurled down]], <b class="b3">ἐξ αἰθέρος ὕδωρ</b> A.ap.Aristid.''Or.'' 36(48).53. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπαλτός]], -ή, -όν (Α) [[καταπάλλομαι]]<br />αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη. | |mltxt=[[καταπαλτός]], -ή, -όν (Α) [[καταπάλλομαι]]<br />αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
καταπαλτή, καταπαλτόν, hurled down, ἐξ αἰθέρος ὕδωρ A.ap.Aristid.Or. 36(48).53.
Greek Monolingual
καταπαλτός, -ή, -όν (Α) καταπάλλομαι
αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη.