μολυβδουργός: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molyvdourgos | |Transliteration C=molyvdourgos | ||
|Beta Code=molubdourgo/s | |Beta Code=molubdourgo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[lead-worker]], Apollod.''Poliorc.''153.7 (μολιβδ-), Ptol.''Tetr.''180, ''Glossaria'' (μολιβδ-). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] Blei bearbeitend, oder in Blei arbeitend, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μολυβδουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν μόλυβδον, ἐργαζόμενος ἐπὶ μολύβδου, Γλωσσ., - μολυβουργός, Gremfell καὶ Hunt Πάπυρ. Ὀξυρρύγχ. 135, 8, 32, κλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μολυβδουργός]] και [[μολιβδουργός]], Μ [[μολυβουργός]])<br />[[τεχνίτης]] που κατεργάζεται τον μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, lead-worker, Apollod.Poliorc.153.7 (μολιβδ-), Ptol.Tetr.180, Glossaria (μολιβδ-).
German (Pape)
[Seite 200] Blei bearbeitend, oder in Blei arbeitend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν μόλυβδον, ἐργαζόμενος ἐπὶ μολύβδου, Γλωσσ., - μολυβουργός, Gremfell καὶ Hunt Πάπυρ. Ὀξυρρύγχ. 135, 8, 32, κλ.
Greek Monolingual
ο (Α μολυβδουργός και μολιβδουργός, Μ μολυβουργός)
τεχνίτης που κατεργάζεται τον μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ουργός].