προσφωνητικός: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosfonitikos | |Transliteration C=prosfonitikos | ||
|Beta Code=prosfwnhtiko/s | |Beta Code=prosfwnhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προσφωνητική, προσφωνητικόν, = [[προσφωνηματικός]], only in Adv. [[προσφωνητικῶς]] Eust.1410.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφωνητικός''': -ή, -όν, = [[προσφωνηματικός]] Ρήτορες (Walz) τ. 9, 284, Σχόλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1410. 27. | |lstext='''προσφωνητικός''': -ή, -όν, = [[προσφωνηματικός]] Ρήτορες (Walz) τ. 9, 284, Σχόλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1410. 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[προσφωνῶ]]<br />[[προσφωνηματικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσφωνητικῶς</i> ΜΑ<br />με τρόπο κατάλληλο για [[προσφώνηση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
προσφωνητική, προσφωνητικόν, = προσφωνηματικός, only in Adv. προσφωνητικῶς Eust.1410.27.
German (Pape)
[Seite 787] ή, όν, zurufend, bei der Anrede gebräuchlich, schicklich, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
προσφωνητικός: -ή, -όν, = προσφωνηματικός Ρήτορες (Walz) τ. 9, 284, Σχόλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1410. 27.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ προσφωνῶ
προσφωνηματικός.
επίρρ...
προσφωνητικῶς ΜΑ
με τρόπο κατάλληλο για προσφώνηση.