μεσημβριάς: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesimvrias | |Transliteration C=mesimvrias | ||
|Beta Code=meshmbria/s | |Beta Code=meshmbria/s | ||
|Definition= | |Definition=μεσημβριάδος, pecul. fem. of [[μεσημβρινός]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 48.590. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσημβριάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[μεσημβρινός]], Νόνν. Δ. 48, 590. | |lstext='''μεσημβριάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[μεσημβρινός]], Νόνν. Δ. 48, 590. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσημβριάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσημβρινός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
μεσημβριάδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn. D. 48.590.
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβριάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μεσημβρινός, Νόνν. Δ. 48, 590.
Greek Monolingual
μεσημβριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μεσημβρινός.