φαρμακευτής: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=farmakeftis | |Transliteration C=farmakeftis | ||
|Beta Code=farmakeuth/s | |Beta Code=farmakeuth/s | ||
|Definition= | |Definition=φαρμακευτοῦ, ὁ, later form for [[φαρμακεύς]], Ph.1.449, Ptol.''Tetr.'' 161, Vett.Val. 17.10, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
φαρμακευτοῦ, ὁ, later form for φαρμακεύς, Ph.1.449, Ptol.Tetr. 161, Vett.Val. 17.10, etc.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, = φαρμακεύς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκευτής: -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ φαρμακεύς, Φίλων 1. 449.
Greek Monolingual
ο, θηλ. φαρμακεύτρια, ΝΜΑ φαρμακεύω
αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα
νεοελλ.
φαρμακοποιός
αρχ.
το θηλ. τίτλος του β' ειδυλλίου του Θεόκριτου.