φαρμακευτής: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakeftis
|Transliteration C=farmakeftis
|Beta Code=farmakeuth/s
|Beta Code=farmakeuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, later form for <b class="b3">φαρμακεύς</b>, <span class="bibl">Ph.1.449</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 161</span>, <span class="bibl">Vett.Val. 17.10</span>, etc.
|Definition=φαρμακευτοῦ, ὁ, later form for [[φαρμακεύς]], Ph.1.449, Ptol.''Tetr.'' 161, Vett.Val. 17.10, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] ὁ, = [[φαρμακεύς]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] ὁ, = [[φαρμακεύς]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκευτής''': -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ [[φαρμακεύς]], Φίλων 1. 449.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[φαρμακεύτρια]], ΝΜΑ [[φαρμακεύω]]<br />αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαρμακοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[τίτλος]] του β' ειδυλλίου του Θεόκριτου.
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκευτής Medium diacritics: φαρμακευτής Low diacritics: φαρμακευτής Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pharmakeutḗs Transliteration B: pharmakeutēs Transliteration C: farmakeftis Beta Code: farmakeuth/s

English (LSJ)

φαρμακευτοῦ, ὁ, later form for φαρμακεύς, Ph.1.449, Ptol.Tetr. 161, Vett.Val. 17.10, etc.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, = φαρμακεύς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκευτής: -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ φαρμακεύς, Φίλων 1. 449.

Greek Monolingual

ο, θηλ. φαρμακεύτρια, ΝΜΑ φαρμακεύω
αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα
νεοελλ.
φαρμακοποιός
αρχ.
το θηλ. τίτλος του β' ειδυλλίου του Θεόκριτου.