ταγηνοκνισοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taginoknisothiras
|Transliteration C=taginoknisothiras
|Beta Code=taghnoknisoqh/ras
|Beta Code=taghnoknisoqh/ras
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">frying-pan-sniffer</b>, <span class="bibl">Eup.172</span>.</span>
|Definition=-ου, ὁ, [[one who chases after cooking smells]], [[fry]]ing-[[pan]]-[[sniff]]er, Eup.172.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰγηνοκνῑσοθήρας''': -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''τᾰγηνοκνῑσοθήρας''': -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(για [[παράσιτο]]) αυτός που του αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την [[τσίκνα]] τηγανισμένων φαγητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. <span style="color: red;"><</span> [[τάγηνον]] «[[τηγάνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[κνίσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγηνοκνῑσοθήρας Medium diacritics: ταγηνοκνισοθήρας Low diacritics: ταγηνοκνισοθήρας Capitals: ΤΑΓΗΝΟΚΝΙΣΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: tagēnoknisothḗras Transliteration B: tagēnoknisothēras Transliteration C: taginoknisothiras Beta Code: taghnoknisoqh/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ, one who chases after cooking smells, frying-pan-sniffer, Eup.172.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰγηνοκνῑσοθήρας: -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για παράσιτο) αυτός που του αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την τσίκνα τηγανισμένων φαγητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. < τάγηνον «τηγάνι» + κνίσα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»)].