στρεψίκερως: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strepsikeros
|Transliteration C=strepsikeros
|Beta Code=streyi/kerws
|Beta Code=streyi/kerws
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ωτος, ὁ, ἡ</b>, an African <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">antelope with twisted horns</b>, the <b class="b2">addax</b>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>11.124</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, an African [[antelope with twisted horns]], the [[addax]], Plin.''HN''11.124.
}}
{{elru
|elrutext='''στρεψίκερως:''' ωτος ὁ или ἡ (лат. [[addax]]) стрепсикерот (вид антилопы, с витыми рогами, предполож. Capra cervicapra) Plin.
}}
{{ls
|lstext='''στρεψίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς μετὰ συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45.
}}
{{grml
|mltxt=-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]) συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιγό</i>-<i>κερως</i>. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>strepsiceros</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψίκερως Medium diacritics: στρεψίκερως Low diacritics: στρεψίκερως Capitals: ΣΤΡΕΨΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: strepsíkerōs Transliteration B: strepsikerōs Transliteration C: strepsikeros Beta Code: streyi/kerws

English (LSJ)

[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, an African antelope with twisted horns, the addax, Plin.HN11.124.

Russian (Dvoretsky)

στρεψίκερως: ωτος ὁ или ἡ (лат. addax) стрепсикерот (вид антилопы, с витыми рогами, предполож. Capra cervicapra) Plin.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς μετὰ συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45.

Greek Monolingual

-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ
ονομασία αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις) συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. αιγό-κερως. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. strepsiceros].