ὑποδιάκονος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypodiakonos
|Transliteration C=ypodiakonos
|Beta Code=u(podia/konos
|Beta Code=u(podia/konos
|Definition=[ᾱ], ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[underservant]], <span class="bibl">Posidipp.26.10</span>, <span class="bibl">Ph.2.17</span>, al., <span class="title">MAMA</span>3.462, al. (Corycus).</span>
|Definition=[ᾱ], ὁ, [[underservant]], Posidipp.26.10, Ph.2.17, al., ''MAMA''3.462, al. (Corycus).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδιάκονος''': [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον [[διάκονος]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ [[μετὰ]] τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.
|lstext='''ὑποδιάκονος''': [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον [[διάκονος]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποδιάκονος]], ΝΜΑ [[διάκονος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] [[αμέσως]] κατώτερο του διακόνου, [[βοηθός]] διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθός]] υπηρέτη.
|mltxt=ο / [[ὑποδιάκονος]], ΝΜΑ [[διάκονος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] [[αμέσως]] κατώτερο του διακόνου, [[βοηθός]] διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθός]] υπηρέτη.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδιάκονος Medium diacritics: ὑποδιάκονος Low diacritics: υποδιάκονος Capitals: ΥΠΟΔΙΑΚΟΝΟΣ
Transliteration A: hypodiákonos Transliteration B: hypodiakonos Transliteration C: ypodiakonos Beta Code: u(podia/konos

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, underservant, Posidipp.26.10, Ph.2.17, al., MAMA3.462, al. (Corycus).

German (Pape)

[Seite 1215] Unterdiener, Untergehülfe, Posidipp. bei Ath. IX, 376 f u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιάκονος: [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον διάκονος, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο / ὑποδιάκονος, ΝΜΑ διάκονος
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα αμέσως κατώτερο του διακόνου, βοηθός διακόνου
αρχ.
βοηθός υπηρέτη.