παντιβόλος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pantivolos
|Transliteration C=pantivolos
|Beta Code=pantibo/los
|Beta Code=pantibo/los
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having cut all its teeth]], ἵππος <span class="title">Supp.Epigr.</span>6.634; cf. [[ἄβολος]].</span>
|Definition=παντιβόλον, [[having cut all its teeth]], ἵππος ''Supp.Epigr.''6.634; cf. [[ἄβολος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει όλα του τα δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βολή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[ρίχνω]], [[απορρίπτω]]») με τη σημ. ότι έχει αποβάλει τα [[πρώτα]] του δόντια (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>βολος</i> (Ι)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει όλα του τα δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βολή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[ρίχνω]], [[απορρίπτω]]») με τη σημ. ότι έχει αποβάλει τα [[πρώτα]] του δόντια (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>βολος</i> (Ι)].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντῐβόλος Medium diacritics: παντιβόλος Low diacritics: παντιβόλος Capitals: ΠΑΝΤΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pantibólos Transliteration B: pantibolos Transliteration C: pantivolos Beta Code: pantibo/los

English (LSJ)

παντιβόλον, having cut all its teeth, ἵππος Supp.Epigr.6.634; cf. ἄβολος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει όλα του τα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + -βόλος (< βολή < βάλλω «ρίχνω, απορρίπτω») με τη σημ. ότι έχει αποβάλει τα πρώτα του δόντια (πρβλ. ά-βολος (Ι)].