δίτροχος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ditrochos
|Transliteration C=ditrochos
|Beta Code=di/troxos
|Beta Code=di/troxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">two-wheeled</b>, ἅμαξα <span class="title">Edict.Diocl.</span>15.40; <b class="b3">καθέδρα</b> Men.Prot.p.51 D.</span>
|Definition=δίτροχον, [[two-wheeled]], ἅμαξα ''Edict.Diocl.''15.40; [[καθέδρα]] Men.Prot.p.51 D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de dos ruedas]], [[ἅμαξα]] <i>DP</i> 15.40, καθέδρα Men.Prot.10.3.28, cf. <i>Gloss</i>.3.321.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίτροχος]], -ον)<br />(για οχήματα, ποδήλατα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει δύο τροχούς<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίτροχο</i>(<i>ν</i>)<br />όχημα με δύο τροχούς.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐτροχος Medium diacritics: δίτροχος Low diacritics: δίτροχος Capitals: ΔΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: dítrochos Transliteration B: ditrochos Transliteration C: ditrochos Beta Code: di/troxos

English (LSJ)

δίτροχον, two-wheeled, ἅμαξα Edict.Diocl.15.40; καθέδρα Men.Prot.p.51 D.

Spanish (DGE)

-ον
de dos ruedas, ἅμαξα DP 15.40, καθέδρα Men.Prot.10.3.28, cf. Gloss.3.321.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίτροχος, -ον)
(για οχήματα, ποδήλατα κ.λπ.) αυτός που έχει δύο τροχούς
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίτροχο(ν)
όχημα με δύο τροχούς.