πεζολόγος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pezologos
|Transliteration C=pezologos
|Beta Code=pezolo/gos
|Beta Code=pezolo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">prosewriter</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>65.27</span>, <span class="bibl">Phlp. <span class="title">in Cat.</span>24.34</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>424.24</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[prosewriter]], A.D.''Pron.''65.27, Phlp. ''in Cat.''24.34, ''EM''424.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεζολόγος''': -ον, ὁ λαλῶν ἢ γράφων ἐν πεζῷ λόγῳ, Εὐστ. 1067. 41, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.: οὕτω πεζο-[[λέκτης]], ου, ὁ, Εὐστ. 569. 7. ― Ῥῆμα πεζολογέω, ὁμιλῶ ἢ [[γράφω]] εἰς πεζὸν λόγον, ὁ αὐτ. 4. 28· καὶ πεζολεκτέω, 1424. 15· ― οὐσιαστ. πεζολογία, ἡ, ὁ πεζὸς [[λόγος]], 1888. 1. ― Ἐπίρρ., πεζολογικῶς, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, 1533. 30.
|lstext='''πεζολόγος''': -ον, ὁ λαλῶν ἢ γράφων ἐν πεζῷ λόγῳ, Εὐστ. 1067. 41, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.: οὕτω πεζο-[[λέκτης]], ου, ὁ, Εὐστ. 569. 7. ― Ῥῆμα πεζολογέω, ὁμιλῶ ἢ [[γράφω]] εἰς πεζὸν λόγον, ὁ αὐτ. 4. 28· καὶ πεζολεκτέω, 1424. 15· ― οὐσιαστ. πεζολογία, ἡ, ὁ πεζὸς [[λόγος]], 1888. 1. ― Ἐπίρρ., πεζολογικῶς, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, 1533. 30.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που γράφει ή μιλά σε πεζό και όχι έμμετρο λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γράφει ή μιλά [[χωρίς]] [[ποιητικότητα]], [[καλαισθησία]] ή [[πρωτοτυπία]], [[μονότονος]] και [[φτωχός]] στο ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζολόγος Medium diacritics: πεζολόγος Low diacritics: πεζολόγος Capitals: ΠΕΖΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pezológos Transliteration B: pezologos Transliteration C: pezologos Beta Code: pezolo/gos

English (LSJ)

ὁ, prosewriter, A.D.Pron.65.27, Phlp. in Cat.24.34, EM424.24.

German (Pape)

[Seite 542] sich in Prosa ausdrückend, sprechend oder schreibend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεζολόγος: -ον, ὁ λαλῶν ἢ γράφων ἐν πεζῷ λόγῳ, Εὐστ. 1067. 41, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.: οὕτω πεζο-λέκτης, ου, ὁ, Εὐστ. 569. 7. ― Ῥῆμα πεζολογέω, ὁμιλῶ ἢ γράφω εἰς πεζὸν λόγον, ὁ αὐτ. 4. 28· καὶ πεζολεκτέω, 1424. 15· ― οὐσιαστ. πεζολογία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, 1888. 1. ― Ἐπίρρ., πεζολογικῶς, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, 1533. 30.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που γράφει ή μιλά σε πεζό και όχι έμμετρο λόγο
νεοελλ.
αυτός που γράφει ή μιλά χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία, μονότονος και φτωχός στο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -λόγος].