ὠστός: Difference between revisions
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostos | |Transliteration C=ostos | ||
|Beta Code=w)sto/s | |Beta Code=w)sto/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠστή, ὠστόν<b class="b3">, ([[ὠθέω]]) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον</b>, Hdn.''Epim.''103. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὠστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὠθέω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ωθήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ωσ</i>- του μέλλ. <i>ὤσω</i> του ρ. <i>ὠθῶ</i>, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -<i>ωστος</i> ([[πρβλ]]. [[ἄπωστος]])]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adj. verb. von [[ὠθέω]],<br><b class="num">1</b> <i>[[gestoßen]], hin- und [[hergestoßen]], [[getrieben]], [[gedrängt]]</i>.<br><b class="num">2</b> <i>zu [[stoßen]], was sich [[stoßen]] läßt</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠστή, ὠστόν, (ὠθέω) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον, Hdn.Epim.103.
Greek (Liddell-Scott)
ὠστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὠθέω, ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ- του μέλλ. ὤσω του ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -ωστος (πρβλ. ἄπωστος)].
German (Pape)
adj. verb. von ὠθέω,
1 gestoßen, hin- und hergestoßen, getrieben, gedrängt.
2 zu stoßen, was sich stoßen läßt, Sp.