ὠστός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ostos
|Transliteration C=ostos
|Beta Code=w)sto/s
|Beta Code=w)sto/s
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (ὠθέω) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον</b>, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>103</span>.
|Definition=ὠστή, ὠστόν<b class="b3">, ([[ὠθέω]]) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον</b>, Hdn.''Epim.''103.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὠθέω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
|lstext='''ὠστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὠθέω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ωθήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ωσ</i>- του μέλλ. <i>ὤσω</i> του ρ. <i>ὠθῶ</i>, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -<i>ωστος</i> ([[πρβλ]]. [[ἄπωστος]])].
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. von [[ὠθέω]],<br><b class="num">1</b> <i>[[gestoßen]], hin- und [[hergestoßen]], [[getrieben]], [[gedrängt]]</i>.<br><b class="num">2</b> <i>zu [[stoßen]], was sich [[stoßen]] läßt</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠστός Medium diacritics: ὠστός Low diacritics: ωστός Capitals: ΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ōstós Transliteration B: ōstos Transliteration C: ostos Beta Code: w)sto/s

English (LSJ)

ὠστή, ὠστόν, (ὠθέω) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον, Hdn.Epim.103.

Greek (Liddell-Scott)

ὠστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὠθέω, ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ- του μέλλ. ὤσω του ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -ωστος (πρβλ. ἄπωστος)].

German (Pape)

adj. verb. von ὠθέω,
1 gestoßen, hin- und hergestoßen, getrieben, gedrängt.
2 zu stoßen, was sich stoßen läßt, Sp.