τραπεζώ: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trapezo | |Transliteration C=trapezo | ||
|Beta Code=trapezw/ | |Beta Code=trapezw/ | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[τραπεζοφόρος]] 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[τραπεζών]] cod.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = τραπεζοφόρος 2, Hsch. (τραπεζών cod.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζώ: ἡ, = τραπεζοφόρος 2, «τραπεζώ· ἱέριεά τις Ἀθήνησιν» Ἡσύχ. (κοινῶς τραπεζών).
Greek Monolingual
(I)
-οῦς, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στην Αθήνα) ιέρεια της Παλλάδος, τραπεζοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. της λ. τραπεζοφόρος σχηματισμένος από τη λ. τράπεζα με κατάλ. -ώ].
(II)
-όω, Α
βλ. τραπεζώνω.