τραπεζοφόρος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
τραπεζοφόρον,
A bearing a table:
1 τ., ὁ, table-bearer, Ar.Fr.124.
2 τ., ἡ, priestess of Athene at Athens, Lycurg.Fr.48, Ister 16.
3 τραπεζοφόρον, τό, sideboard, Cic. Fam.7.23.3, Poll.10.69, Dig.33.10.3: also τραπεζοφόρος, ὁ, Artem.1.74.
German (Pape)
[Seite 1134] einen Tisch tragend, haltend, Tischträger; ἡ τρ., eine Priesterinn der Pallas in Athen, B. A. 307; τὸ τρ., ein Credenztisch, Artemid. 1, 76; Poll. 10, 69.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰπεζοφόρος: ὁ культ. несущий или держащий (поддерживающий) стол, столоносец Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τραπεζοφόρος: ὁ φέρων τράπεζαν; 1) τραπεζοφόρος, ὁ, δοῦλος φέρων τράπεζαν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 175. 2) τραπεζοφόρος, ἡ, ἱέρειά τις τῆς Παλλάδος ἐν Ἀθήναις, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ., πρβλ. Α. Β. 307. 3) τραπεζοφόρον, τό, τράπεζα «ἐφ’ ᾗ τὰ ἐκπώματα κατάκειται» Πολυδ. Ι΄, 96, Ἀρτεμίδ. 1. 76, πρβλ. Cic. Fam. 7. 23.
Greek Monolingual
-ον,ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζοφόρον
εκκλ. επικάλυμμα της Αγίας Τράπεζας
αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει την τράπεζα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τραπεζοφόρος
δούλος που μετέφερε το τραπέζι
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τραπεζοφόρος
(στην Αθήνα) ιέρεια της Παλλάδος
4. το ουδ. ως ουσ. τραπέζι με ποτά και ποτήρια., κυλικείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -φόρος (< φέρω)].