θυσμικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thysmikos | |Transliteration C=thysmikos | ||
|Beta Code=qusmiko/s | |Beta Code=qusmiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θυσμική, θυσμικόν, [[sacrificial]], ἔτος ''IG''12(5).141 (Paros), 903 (Tenos). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυσμικός''': -ή, -όν, εἰς θυσίαν ἀνήκων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2339 (προσθῆκαι). | |lstext='''θυσμικός''': -ή, -όν, εἰς θυσίαν ἀνήκων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2339 (προσθῆκαι). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυσμικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[θυσία]] («θυσμικόν [[ἔτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> (I), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>θυσμός</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
θυσμική, θυσμικόν, sacrificial, ἔτος IG12(5).141 (Paros), 903 (Tenos).
Greek (Liddell-Scott)
θυσμικός: -ή, -όν, εἰς θυσίαν ἀνήκων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2339 (προσθῆκαι).
Greek Monolingual
θυσμικός, -ή, -όν (Α)
επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσμικόν ἔτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυσμός].