ὀξυκόρακος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksykorakos
|Transliteration C=oksykorakos
|Beta Code=o)cuko/rakos
|Beta Code=o)cuko/rakos
|Definition=ον, (<b class="b3">κόραξ</b> II) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a sharp hook</b>, σμιλίον <span class="bibl">Paul.Aeg.6.87</span>.</span>
|Definition=ὀξυκόρακον, ([[κόραξ]] II) [[with a sharp hook]], σμιλίον Paul.Aeg.6.87.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξυκόρᾰκος''': -ον, ([[κόραξ]] ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, [[σμιλίον]] ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.
|lstext='''ὀξυκόρᾰκος''': -ον, ([[κόραξ]] ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, [[σμιλίον]] ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυκόρακος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αγκιστροειδή [[άκρη]] σαν τη [[μύτη]] του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόραξ]], -<i>ακος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκόρᾰκος Medium diacritics: ὀξυκόρακος Low diacritics: οξυκόρακος Capitals: ΟΞΥΚΟΡΑΚΟΣ
Transliteration A: oxykórakos Transliteration B: oxykorakos Transliteration C: oksykorakos Beta Code: o)cuko/rakos

English (LSJ)

ὀξυκόρακον, (κόραξ II) with a sharp hook, σμιλίον Paul.Aeg.6.87.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυκόρᾰκος: -ον, (κόραξ ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, σμιλίον ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.

Greek Monolingual

ὀξυκόρακος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόραξ, -ακος].