κανηφορικός: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaniforikos | |Transliteration C=kaniforikos | ||
|Beta Code=kanhforiko/s | |Beta Code=kanhforiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κανηφορική, κανηφορικόν, of the Κανηφόροι, κόσμος ''IG'' 22.333c10. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
κανηφορική, κανηφορικόν, of the Κανηφόροι, κόσμος IG 22.333c10.
Greek (Liddell-Scott)
κανηφορικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152.
Greek Monolingual
κανηφορικός, -ή, -όν (Α) κανηφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο.