ἀναπαλλοτρίωτος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapallotriotos
|Transliteration C=anapallotriotos
|Beta Code=a)napallotri/wtos
|Beta Code=a)napallotri/wtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inalienable</b>, ἀγροί <span class="title">TAM</span>261b15 (Lycia).</span>
|Definition=ἀναπαλλοτρίωτον, [[inalienable]], ἀγροί ''TAM''261b15 (Lycia).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inalienable]] (ἀγροὺς) ἀ[ναπαλλο] τριώτους <i>TAM</i> 2.261b.15 (Licia) (prob. ἀ[νεξαλλο] τριώτους, cf. <i>Hell</i>.13.203).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπαλλοτρίωτος]], -ον) [[ἀπαλλοτριῶ]]<br />αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο [[ανεπίδεκτος]] απαλλοτριώσεως<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην [[κυριότητα]] άλλου ([[κυρίως]] του Δημοσίου).
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαλλοτρίωτος Medium diacritics: ἀναπαλλοτρίωτος Low diacritics: αναπαλλοτρίωτος Capitals: ΑΝΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΤΟΣ
Transliteration A: anapallotríōtos Transliteration B: anapallotriōtos Transliteration C: anapallotriotos Beta Code: a)napallotri/wtos

English (LSJ)

ἀναπαλλοτρίωτον, inalienable, ἀγροί TAM261b15 (Lycia).

Spanish (DGE)

-ον
inalienable (ἀγροὺς) ἀ[ναπαλλο] τριώτους TAM 2.261b.15 (Licia) (prob. ἀ[νεξαλλο] τριώτους, cf. Hell.13.203).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπαλλοτρίωτος, -ον) ἀπαλλοτριῶ
αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο ανεπίδεκτος απαλλοτριώσεως
νεοελλ.
αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην κυριότητα άλλου (κυρίως του Δημοσίου).