ἀπαλλοτριῶ

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Mantoulidis Etymological

(=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπό τό ἀπαλλότριος (ἀπό + ἀλλότριος ἄλλος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπαλλοτρίωσις (=πούλημα).