καλλίφυλλον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=καλλῐφυλλον
|Full diacritics=καλλῐ́φυλλον
|Medium diacritics=καλλίφυλλον
|Medium diacritics=καλλίφυλλον
|Low diacritics=καλλίφυλλον
|Low diacritics=καλλίφυλλον
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallifyllon
|Transliteration C=kallifyllon
|Beta Code=kalli/fullon
|Beta Code=kalli/fullon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀδίαντον]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.59</span> (καλλῐ-φυτον Gal.19.107).</span>
|Definition=τό, = [[ἀδίαντον]], Hp.''Epid.''7.59 ([[καλλίφυτον]] Gal.19.107).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίφυλλον''': τό, [[εἶδος]] μικρᾶς πτερίδος, Ἱππ. 1226Ε· τὸ αὐτὸ ὀνομάζεται [[προσέτι]] [[καλλίτριχον]] καὶ ἀδίαντον, «[[καλλίφυλλον]] (καλλίφυτον, Kühn): [[ὅπερ]] [[καλλίτριχον]] καὶ ἀδίαντον ὀνομάζεται» Γαλην. τ. 19, σ. 107, 11, ἔκδ. Kühn.
|lstext='''καλλίφυλλον''': τό, [[εἶδος]] μικρᾶς πτερίδος, Ἱππ. 1226Ε· τὸ αὐτὸ ὀνομάζεται [[προσέτι]] [[καλλίτριχον]] καὶ ἀδίαντον, «[[καλλίφυλλον]] (καλλίφυτον, Kühn): [[ὅπερ]] [[καλλίτριχον]] καὶ ἀδίαντον ὀνομάζεται» Γαλην. τ. 19, σ. 107, 11, ἔκδ. Kühn.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίφυλλον -ου, τό &#91;[[καλός]], [[φύλλον]]] venushaar (een soort varen).
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐ́φυλλον Medium diacritics: καλλίφυλλον Low diacritics: καλλίφυλλον Capitals: ΚΑΛΛΙΦΥΛΛΟΝ
Transliteration A: kallíphyllon Transliteration B: kalliphyllon Transliteration C: kallifyllon Beta Code: kalli/fullon

English (LSJ)

τό, = ἀδίαντον, Hp.Epid.7.59 (καλλίφυτον Gal.19.107).

German (Pape)

[Seite 1311] τό, eine Pflanze, Schönblatt, Frauenhaar, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφυλλον: τό, εἶδος μικρᾶς πτερίδος, Ἱππ. 1226Ε· τὸ αὐτὸ ὀνομάζεται προσέτι καλλίτριχον καὶ ἀδίαντον, «καλλίφυλλον (καλλίφυτον, Kühn): ὅπερ καλλίτριχον καὶ ἀδίαντον ὀνομάζεται» Γαλην. τ. 19, σ. 107, 11, ἔκδ. Kühn.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίφυλλον -ου, τό [καλός, φύλλον] venushaar (een soort varen).