φιλαργικός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filargikos | |Transliteration C=filargikos | ||
|Beta Code=filargiko/s | |Beta Code=filargiko/s | ||
|Definition=ἡ, όν, (ἀργός) | |Definition=ἡ, όν, ([[ἀργός]]) [[contemplative]], dub. in Fulg.''Myth.''2.1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλαργικός''': -ή, -όν, (ἀργὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀργίαν, φίλος τῆς [[ἀργίας]], Ἐκκλ. | |lstext='''φῐλαργικός''': -ή, -όν, (ἀργὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀργίαν, φίλος τῆς [[ἀργίας]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[αργία]], [[οκνηρός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φιλαργικὸς [[βίος]]» — ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀργικός]] «[[οκνηρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] [II])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, όν, (ἀργός) contemplative, dub. in Fulg.Myth.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαργικός: -ή, -όν, (ἀργὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀργίαν, φίλος τῆς ἀργίας, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που αγαπά την αργία, οκνηρός
2. φρ. «φιλαργικὸς βίος» — ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀργικός «οκνηρός» (< ἀργός [II])].