ἀργικός
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
ἀργική, ἀργικόν, = ἀργός (B), θάκοις ἀ. καθήμενοι E.Fr.795 codd. Stob.
Spanish (DGE)
(ἀργῐκός) -ή, -όν blanco θάκοις ἀργικοῖς ἐνήμενοι E.Fr.795 (cód.).
German (Pape)
untätig, Eur. fr.
Russian (Dvoretsky)
ἀργικός: (Eur., v.l. к μαντικός) = ἀργός III, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργικός: -ή, -όν, = ἀργός, ὀκνηρός, νωθρός, ἀργικοῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 793 (κατὰ Ναύκ. μαντικοῖς).