Ὁμάριος: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Homarios | |Transliteration B=Homarios | ||
|Transliteration C=Omarios | |Transliteration C=Omarios | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*(oma/rios | ||
|Definition= | |Definition=[[epithet]] of [[Zeus]], Plb.2.39.6, cf. 5.93.10; cf. [[Ἀμάριος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Ὁμάριος]], ὁ (Α)<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[προσωνυμία]] [[Ὁμάριος]] αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. <i>Ἁμάριος</i>, επίθ. του [[Διός]] ως προστάτη τών συνεδριάσεων της Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον <i>Ὁμαγύριο</i> Δία. Τόσο η [[προσωνυμία]] <i>Ἁμάριος</i> όσο και το ρ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>[[ἁμαρεῖν]], [[ἀκολουθεῖν]], [[πείθεσθαι]]</i>» [[πρέπει]] να παράγονται από αμάρτυρο επίθ. <i>ἁμᾱρης</i> ή <i>ἅμᾱρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀραρίσκω]], <b>πρβλ.</b> το επίθ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>ἁμαρές</i>) και συνδέονται με το επίρρ. [[ἁμαρτῆ]] και το ρ. <i>ἁμαρτῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ἁμαρτῆ]]). Ο τ. [[Ὁμάριος]] έχει σχηματιστεί από το <i>Ἁμάριος</i>, πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιρρ. [[ὁμοῦ]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἁμαρτῶ</i>: <i>ὁμαρτῶ</i>, [[ἁμαρτῆ]]: [[ὁμαρτῆ]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[ομαρτώ]], <i>όμηρος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
epithet of Zeus, Plb.2.39.6, cf. 5.93.10; cf. Ἀμάριος.
Greek Monolingual
Ὁμάριος, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. του Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων της Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος όσο και το ρ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ἁμαρεῖν, ἀκολουθεῖν, πείθεσθαι» πρέπει να παράγονται από αμάρτυρο επίθ. ἁμᾱρης ή ἅμᾱρος (< ἅμα + ἀραρίσκω, πρβλ. το επίθ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἁμαρές) και συνδέονται με το επίρρ. ἁμαρτῆ και το ρ. ἁμαρτῶ (βλ. λ. ἁμαρτῆ). Ο τ. Ὁμάριος έχει σχηματιστεί από το Ἁμάριος, πιθ. κατ' επίδραση του επιρρ. ὁμοῦ (πρβλ. ἁμαρτῶ: ὁμαρτῶ, ἁμαρτῆ: ὁμαρτῆ)
βλ. και λ. ομαρτώ, όμηρος].