πιθήκειος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pithikeios
|Transliteration C=pithikeios
|Beta Code=piqh/keios
|Beta Code=piqh/keios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of an ape]], [[ape-like]], Gal.2.386, <span class="bibl"><span class="title">UP</span>3.8</span>, Suid.</span>
|Definition=α, ον, [[of an ape]], [[ape-like]], Gal.2.386, ''UP''3.8, Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθήκειος Medium diacritics: πιθήκειος Low diacritics: πιθήκειος Capitals: ΠΙΘΗΚΕΙΟΣ
Transliteration A: pithḗkeios Transliteration B: pithēkeios Transliteration C: pithikeios Beta Code: piqh/keios

English (LSJ)

α, ον, of an ape, ape-like, Gal.2.386, UP3.8, Suid.

German (Pape)

[Seite 613] äffisch, affenartig, Sp., z. B. πιθήκειον βλέπειν.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθήκειος: -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, ὅμοιος πιθήκῳ, πιθηκοειδής, Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-α, -ο / πιθήκειος, -ον, ΝΜΑ πίθηκος
νεοελλ.
φρ. «πιθήκεια σχισμή»
ανατ. το επίμηκες ραχιαίο σκέλος της βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς κοντά στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πίθηκο ή ο όμοιος με πίθηκο, πιθηκικός, πιθηκοειδής.