ἀτρύπητος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atrypitos
|Transliteration C=atrypitos
|Beta Code=a)tru/phtos
|Beta Code=a)tru/phtos
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ον,</b> = [[ἄτρητος]], τὸ οὖς ἔχειν ἀ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>26</span>, <span class="bibl">2.205b</span>.
|Definition=[ῡ], ον, = [[ἄτρητος]], τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.''Cic.''26, 2.205b.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non percé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τρυπάω]].
|btext=ος, ον :<br />[[non percé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τρυπάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρύπητος:''' (ῡ) Arst., Plut. = [[ἄτρητος]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτρύπητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει [[τρύπα]], [[αδιάτρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επιδέχεται [[τρύπημα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτρύπητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει [[τρύπα]], [[αδιάτρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επιδέχεται [[τρύπημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρύπητος:''' (ῡ) Arst., Plut. = [[ἄτρητος]] 1.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρύπητος Medium diacritics: ἀτρύπητος Low diacritics: ατρύπητος Capitals: ΑΤΡΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: atrýpētos Transliteration B: atrypētos Transliteration C: atrypitos Beta Code: a)tru/phtos

English (LSJ)

[ῡ], ον, = ἄτρητος, τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.Cic.26, 2.205b.

Spanish (DGE)

-ον
no agujereado, no perforado del lóbulo de la oreja καὶ μὴν οὐκ ἔχεις ... τὸ οὖς ἀτρύπητον Plu.Cic.26, 2.205b
ψῆφος ἀ. voto no agujereado e.d. voto de no culpabilidad op. τετρυπημένα ψῆφος Lindos 410.3.6 (I d.C.), Fauorin.de Ex.21.55, Poll.8.123, Phot.s.u. τετρυπημένη ψῆφος.

German (Pape)

[Seite 389] = ἄτρητος, οὖς, Plut. Cic. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non percé.
Étymologie: , τρυπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρύπητος: (ῡ) Arst., Plut. = ἄτρητος 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύπητος: [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτρύπητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος
2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα.