ἀνθρωπομάγειρος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthropomageiros
|Transliteration C=anthropomageiros
|Beta Code=a)nqrwpoma/geiros
|Beta Code=a)nqrwpoma/geiros
|Definition=[ᾰγ], ὁ, [[one who cooks human flesh]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Asin.</span>6</span>.
|Definition=[ᾰγ], ὁ, [[one who cooks human flesh]], Luc.''Asin.''6.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[cuisinier qui apprête la chair humaine]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[μάγειρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρωπομάγειρος:''' ὁ [[повар]], [[готовящий пищу из человеческого мяса]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπομάγειρος''': ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.
|lstext='''ἀνθρωπομάγειρος''': ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cuisinier qui apprête la chair humaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[μάγειρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωπομάγειρος]], ο (Α)<br />αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη [[σάρκα]] (Λουκιανός).
|mltxt=[[ἀνθρωπομάγειρος]], ο (Α)<br />αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη [[σάρκα]] (Λουκιανός).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρωπομάγειρος:''' ὁ [[повар]], [[готовящий пищу из человеческого мяса]] Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπομάγειρος Medium diacritics: ἀνθρωπομάγειρος Low diacritics: ανθρωπομάγειρος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΜΑΓΕΙΡΟΣ
Transliteration A: anthrōpomágeiros Transliteration B: anthrōpomageiros Transliteration C: anthropomageiros Beta Code: a)nqrwpoma/geiros

English (LSJ)

[ᾰγ], ὁ, one who cooks human flesh, Luc.Asin.6.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cocinero de carne humana Luc.Asin.6.

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cuisinier qui apprête la chair humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μάγειρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπομάγειρος:повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπομάγειρος: ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.

Greek Monolingual

ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)
αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).