ποίμνιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poimnios
|Transliteration C=poimnios
|Beta Code=poi/mnios
|Beta Code=poi/mnios
|Definition=α, ον, [[frequented by flocks]], ἄλση <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>740.5</span> (lyr.).
|Definition=α, ον, [[frequented by flocks]], ἄλση E.''Fr.''740.5 (lyr.).
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίμνιος Medium diacritics: ποίμνιος Low diacritics: ποίμνιος Capitals: ΠΟΙΜΝΙΟΣ
Transliteration A: poímnios Transliteration B: poimnios Transliteration C: poimnios Beta Code: poi/mnios

English (LSJ)

α, ον, frequented by flocks, ἄλση E.Fr.740.5 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

ποίμνιος: пастбищный (ἄλση Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ποίμνιος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ ποιμνίων συχναζόμενος, ἄλση Εὐρ. Ἀποσπ. 740.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ποίμνη
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια
2. ως κύριο όν. Ποίμνιος
προσωνυμία του Απόλλωνος κυρίως στην Αρκαδία.