φαινόπους: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fainopous | |Transliteration C=fainopous | ||
|Beta Code=faino/pous | |Beta Code=faino/pous | ||
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[with shining feet]], Theognost. | |Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[with shining feet]], Theognost. ''Can.''12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with shining feet, Theognost. Can.12.
Greek (Liddell-Scott)
φαινόπους: ποδος, ὁ, ἡ, «λευκόπους» Θεογνώστου Κανόνες 12· «λαμπρόπους» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-οδος, ὁ, ἡ, Α
1. (κατά τον Θεόγνωστ.) «λευκόπους»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «λαμπρόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λαμπρόπους].