κράκτης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kraktis
|Transliteration C=kraktis
|Beta Code=kra/kths
|Beta Code=kra/kths
|Definition=ὁ, later form for <b class="b3">κεκράκτης</b>, Adam.2.24, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>8.438</span>.
|Definition=ὁ, later form for [[κεκράκτης]], Adam.2.24, Tz.''H.''8.438.
}}
{{ls
|lstext='''κράκτης''': ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ [[κεκράκτης]] ἐν Πολυδ. Ε΄, 90, Πλούτ. 2. 804C· [[ἴσως]] δὲ καὶ παρὰ Πολέμωνι ἐν Φυσιογν. 1. 11, Ἀδαμαντ. 2. 17. (Παρὰ Βυζ., ὁ ᾄδειν εἰδώς, [[ψάλτης]], Καντακουζ. 1, 41).
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κράκτης]], Α θηλ. [[κράκτρια]]) [[κράζω]]<br />[[κράχτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (στο Βυζάντιο) [[καθένας]] από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το [[σύνθημα]] επευφημιών του βασιλιά [[κατά]] τις επίσημες γιορτές<br /><b>2.</b> [[ψάλτης]] εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεκράκτης]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ ([[κράζω]], vgl. [[κεκράκτης]]), <i>der [[Schreier]], Schol. Od</i>. 5.408; Poll. 5.90; bei Plut. <i>reip. ger. praec</i>. 9 ist [[κεκράκτης]] aus Ar. <i>Ran</i>. 137 [[hergestellt]].
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράκτης Medium diacritics: κράκτης Low diacritics: κράκτης Capitals: ΚΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: kráktēs Transliteration B: kraktēs Transliteration C: kraktis Beta Code: kra/kths

English (LSJ)

ὁ, later form for κεκράκτης, Adam.2.24, Tz.H.8.438.

Greek (Liddell-Scott)

κράκτης: ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κεκράκτης ἐν Πολυδ. Ε΄, 90, Πλούτ. 2. 804C· ἴσως δὲ καὶ παρὰ Πολέμωνι ἐν Φυσιογν. 1. 11, Ἀδαμαντ. 2. 17. (Παρὰ Βυζ., ὁ ᾄδειν εἰδώς, ψάλτης, Καντακουζ. 1, 41).

Greek Monolingual

ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) κράζω
κράχτης
μσν.
1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών του βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές
2. ψάλτης εκκλησίας
αρχ.
κεκράκτης.

German (Pape)

ὁ (κράζω, vgl. κεκράκτης), der Schreier, Schol. Od. 5.408; Poll. 5.90; bei Plut. reip. ger. praec. 9 ist κεκράκτης aus Ar. Ran. 137 hergestellt.