ὀφιοπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ofioplokamos | |Transliteration C=ofioplokamos | ||
|Beta Code=o)fioplo/kamos | |Beta Code=o)fioplo/kamos | ||
|Definition= | |Definition=ὀφιοπλόκαμον, [[with snaky curls]], Orph.''H.''69.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφιοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ὀφιοειδεῖς ἢ ἐξ ὄφεων Ὀρφ. Ὕμν. 68. 12. | |lstext='''ὀφιοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ὀφιοειδεῖς ἢ ἐξ ὄφεων Ὀρφ. Ὕμν. 68. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀφιοπλόκαμος]] και [[ὀφεωπλόκαμος]], -ον, Α δ. γρφ. [[ὀφεοπλόκαμος]], -ον)<br />αυτός που έχει οφιοειδείς πλοκάμους ή αυτός που έχει πλοκάμους που αποτελούνται από φίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> / -<i>εως</i> / -<i>εος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀφιοπλόκαμον, with snaky curls, Orph.H.69.12.
German (Pape)
[Seite 426] schlangenhaarig, mit Schlangen statt der Haare, Orph. H. 48, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ὀφιοειδεῖς ἢ ἐξ ὄφεων Ὀρφ. Ὕμν. 68. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀφιοπλόκαμος και ὀφεωπλόκαμος, -ον, Α δ. γρφ. ὀφεοπλόκαμος, -ον)
αυτός που έχει οφιοειδείς πλοκάμους ή αυτός που έχει πλοκάμους που αποτελούνται από φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εως / -εος + πλόκαμος.