ξενήκουστος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenikoustos
|Transliteration C=ksenikoustos
|Beta Code=cenh/koustos
|Beta Code=cenh/koustos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">foreign</b>, of words, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>3</span>.</span>
|Definition=ξενήκουστον, [[foreign]], of words, Hdn.''Epim.''3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενήκουστος''': -ον, [[ξένος]] εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ [[συνήθης]], [[παράδοξος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.
|lstext='''ξενήκουστος''': -ον, [[ξένος]] εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ [[συνήθης]], [[παράδοξος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ [[ξενάκουστος]], -ον)<br />αυτός που ακούγεται παράξενα, [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀκουστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]). Το -<i>η</i>- του τ. <i>ξενήκουοτος</i> οφείλεται σε [[έκταση]] εν συνθέσει, <b>πρβλ.</b> <i>ανάκουοτος</i> / [[ανήκουστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενήκουστος Medium diacritics: ξενήκουστος Low diacritics: ξενήκουστος Capitals: ΞΕΝΗΚΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: xenḗkoustos Transliteration B: xenēkoustos Transliteration C: ksenikoustos Beta Code: cenh/koustos

English (LSJ)

ξενήκουστον, foreign, of words, Hdn.Epim.3.

Greek (Liddell-Scott)

ξενήκουστος: -ον, ξένος εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ συνήθης, παράδοξος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.

Greek Monolingual

ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ ξενάκουστος, -ον)
αυτός που ακούγεται παράξενα, ασυνήθιστος, παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀκουστός (< ἀκούω). Το -η- του τ. ξενήκουοτος οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει, πρβλ. ανάκουοτος / ανήκουστος].