Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμαρμαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamarmairo
|Transliteration C=anamarmairo
|Beta Code=a)namarmai/rw
|Beta Code=a)namarmai/rw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[move quickly]], of a smith's bellows, <span class="bibl">A.R.3.1300</span>.</span>
|Definition=[[move quickly]], of a smith's bellows, A.R.3.1300.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[avivar]] del fuelle de fragua φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι A.R.3.1300.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμαρμαίρω''': κινοῦμαι [[ταχέως]], ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν [[ἄλλην]] σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν [[κυρίως]] τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης [[ἔξωθεν]]». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.
|lstext='''ἀναμαρμαίρω''': κινοῦμαι [[ταχέως]], ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν [[ἄλλην]] σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν [[κυρίως]] τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης [[ἔξωθεν]]». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[avivar]]del fuelle de fragua φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι A.R.3.1300.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναμαρμαίρω]] (Α)<br />(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαρμαίρω]] «[[αστράπτω]]»].
|mltxt=[[ἀναμαρμαίρω]] (Α)<br />(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαρμαίρω]] «[[αστράπτω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμαρμαίρω Medium diacritics: ἀναμαρμαίρω Low diacritics: αναμαρμαίρω Capitals: ΑΝΑΜΑΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: anamarmaírō Transliteration B: anamarmairō Transliteration C: anamarmairo Beta Code: a)namarmai/rw

English (LSJ)

move quickly, of a smith's bellows, A.R.3.1300.

Spanish (DGE)

avivar del fuelle de fragua φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι A.R.3.1300.

German (Pape)

[Seite 197] aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. ἀναμορμύρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμαρμαίρω: κινοῦμαι ταχέως, ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν ἄλλην σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν κυρίως τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης ἔξωθεν». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.

Greek Monolingual

ἀναμαρμαίρω (Α)
(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + μαρμαίρω «αστράπτω»].