ἀναιτίατος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaitiatos
|Transliteration C=anaitiatos
|Beta Code=a)naiti/atos
|Beta Code=a)naiti/atos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unblamed]], Ion Trag. ap. Phot.<span class="bibl">p.113R.</span></span>
|Definition=ἀναιτίατον, [[unblamed]], Ion Trag. ap. Phot.p.113R.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀναιτίᾱτος) -ον<br />[[no acusado]] οὐδεὶς [[ἀναιτίατος]] ἀγγέλλων κακά nadie que anuncia desgracias deja de recibir acusaciones</i> Io <i>Trag</i>.8a.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναιτίατος''': -ον, ὃν δὲν αἰτιώμεθα, [[ἀκατηγόρητος]], Κ. Μανασσ. Χρ. 3368.
|lstext='''ἀναιτίατος''': -ον, ὃν δὲν αἰτιώμεθα, [[ἀκατηγόρητος]], Κ. Μανασσ. Χρ. 3368.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀναιτίᾱτος) -ον<br />[[no acusado]] οὐδεὶς [[ἀναιτίατος]] ἀγγέλλων κακά nadie que anuncia desgracias deja de recibir acusaciones</i> Io <i>Trag</i>.8a.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀναιτίατος]], -ον)<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) αυτός που δεν κατηγορήθηκε, [[ακατηγόρητος]], [[άμεμπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν φέρει [[ευθύνη]], μη [[υπεύθυνος]], [[ανεύθυνος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀναιτίατος]], -ον)<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) αυτός που δεν κατηγορήθηκε, [[ακατηγόρητος]], [[άμεμπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν φέρει [[ευθύνη]], μη [[υπεύθυνος]], [[ανεύθυνος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιτίατος Medium diacritics: ἀναιτίατος Low diacritics: αναιτίατος Capitals: ΑΝΑΙΤΙΑΤΟΣ
Transliteration A: anaitíatos Transliteration B: anaitiatos Transliteration C: anaitiatos Beta Code: a)naiti/atos

English (LSJ)

ἀναιτίατον, unblamed, Ion Trag. ap. Phot.p.113R.

Spanish (DGE)

(ἀναιτίᾱτος) -ον
no acusado οὐδεὶς ἀναιτίατος ἀγγέλλων κακά nadie que anuncia desgracias deja de recibir acusaciones Io Trag.8a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιτίατος: -ον, ὃν δὲν αἰτιώμεθα, ἀκατηγόρητος, Κ. Μανασσ. Χρ. 3368.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀναιτίατος, -ον)
(αρχ.-νεοελλ.) αυτός που δεν κατηγορήθηκε, ακατηγόρητος, άμεμπτος
μσν.
αυτός που δεν φέρει ευθύνη, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος.