ἑτοιμοπειθής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etoimopeithis | |Transliteration C=etoimopeithis | ||
|Beta Code=e(toimopeiqh/s | |Beta Code=e(toimopeiqh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἑτοιμοπειθές, [[ready to obey]], Hdn.''Epim.''38. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑτοιμοπειθές, ready to obey, Hdn.Epim.38.
German (Pape)
[Seite 1052] ές, bereit zu gehorchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοπειθής: -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.
Greek Monolingual
ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευπειθής].