δίθυμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dithymos | |Transliteration C=dithymos | ||
|Beta Code=di/qumos | |Beta Code=di/qumos | ||
|Definition= | |Definition=δίθυμον, [[at variance]], [[LXX]] ''Pr.''26.20. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[discordante]], [[en desacuerdo]] de pers., [[LXX]] <i>Pr</i>.26.20. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίθῡμος''': -ον, ὁ εἰς διαφωνίαν [[πρός]] τινα εὑρισκόμενος, Λατ. discors, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ', 20). Ι. διθυμία, ἡ, [[ἀσυμφωνία]], [[διχόνοια]], Ἡσύχ. | |lstext='''δίθῡμος''': -ον, ὁ εἰς διαφωνίαν [[πρός]] τινα εὑρισκόμενος, Λατ. discors, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ', 20). Ι. διθυμία, ἡ, [[ἀσυμφωνία]], [[διχόνοια]], Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφωνεί με κάποιον. | |mltxt=[[δίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφωνεί με κάποιον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 25 August 2023
English (LSJ)
δίθυμον, at variance, LXX Pr.26.20.
Spanish (DGE)
-ον discordante, en desacuerdo de pers., LXX Pr.26.20.
German (Pape)
[Seite 624] zwieträchtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίθῡμος: -ον, ὁ εἰς διαφωνίαν πρός τινα εὑρισκόμενος, Λατ. discors, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ', 20). Ι. διθυμία, ἡ, ἀσυμφωνία, διχόνοια, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
δίθυμος, -ον (Α)
αυτός που διαφωνεί με κάποιον.