ἐνθρυμματίς: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enthrymmatis
|Transliteration C=enthrymmatis
|Beta Code=e)nqrummati/s
|Beta Code=e)nqrummati/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sop]], <span class="bibl">Anaxandr.41.42</span> (anap.).</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, [[sop]], Anaxandr.41.42 (anap.).
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἐνθρυμμᾰτίς) -ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐνθριμμ- Hsch.<br />gastron., quizá plato a base de [[picadillo]] o [[migas]] en plu., Anaxandr.42.42, cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθρυμματίς''': -ίδος, = [[θρυμματίς]], [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἐνθρυμματίς''': -ίδος, = [[θρυμματίς]], [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἐνθρυμμᾰτίς) -ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐνθριμμ- Hsch.<br />gastron., quizá plato a base de [[picadillo]] o [[migas]] en plu., Anaxandr.42.42, cf. Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθρυμματίς]] και ἐνθριμματίς, η (Α) [[θρυμματίς]]<br />[[είδος]] πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε [[κρασί]]), το ένθρυπτον.
|mltxt=[[ἐνθρυμματίς]] και ἐνθριμματίς, η (Α) [[θρυμματίς]]<br />[[είδος]] πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε [[κρασί]]), το ένθρυπτον.
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθρυμμᾰτίς Medium diacritics: ἐνθρυμματίς Low diacritics: ενθρυμματίς Capitals: ΕΝΘΡΥΜΜΑΤΙΣ
Transliteration A: enthrymmatís Transliteration B: enthrymmatis Transliteration C: enthrymmatis Beta Code: e)nqrummati/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, sop, Anaxandr.41.42 (anap.).

Spanish (DGE)

(ἐνθρυμμᾰτίς) -ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἐνθριμμ- Hsch.
gastron., quizá plato a base de picadillo o migas en plu., Anaxandr.42.42, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 843] ίδος, ἡ, = simpler, Anaxandr. Ath. IV, 131 d; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρυμματίς: -ίδος, = θρυμματίς, εἶδος πλακοῦντος, Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) θρυμματίς
είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον.