εἰσακοή: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eisakoi
|Transliteration C=eisakoi
|Beta Code=ei)sakoh/
|Beta Code=ei)sakoh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[listening]], [[hearkening]], <span class="bibl">Ph.1.593</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[listening]], [[hearkening]], Ph.1.593.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[audición]], [[acción de escuchar]]como etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.<i>Ge</i>.16.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσακοή''': ἡ, τὸ εἰσακούειν, ἀκροᾶσθαι, Συμεὼν [[ὄνομα]] μαθήσεως καὶ διδασκαλίας ἐστίν· εἰσακοὴ γὰρ ἑρμηνεύεται Φίλων 1. 593.
|lstext='''εἰσακοή''': ἡ, τὸ εἰσακούειν, ἀκροᾶσθαι, Συμεὼν [[ὄνομα]] μαθήσεως καὶ διδασκαλίας ἐστίν· εἰσακοὴ γὰρ ἑρμηνεύεται Φίλων 1. 593.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[audición]], [[acción de escuchar]]como etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.<i>Ge</i>.16.11.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσακοή]], η (Α)<br />το να ακούει ή να παρακολουθεί [[κάποιος]] με [[προσοχή]].
|mltxt=[[εἰσακοή]], η (Α)<br />το να ακούει ή να παρακολουθεί [[κάποιος]] με [[προσοχή]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰκοή Medium diacritics: εἰσακοή Low diacritics: εισακοή Capitals: ΕΙΣΑΚΟΗ
Transliteration A: eisakoḗ Transliteration B: eisakoē Transliteration C: eisakoi Beta Code: ei)sakoh/

English (LSJ)

ἡ, listening, hearkening, Ph.1.593.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
audición, acción de escucharcomo etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.Ge.16.11.

German (Pape)

[Seite 740] ἡ, das Anhören, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσακοή: ἡ, τὸ εἰσακούειν, ἀκροᾶσθαι, Συμεὼν ὄνομα μαθήσεως καὶ διδασκαλίας ἐστίν· εἰσακοὴ γὰρ ἑρμηνεύεται Φίλων 1. 593.

Greek Monolingual

εἰσακοή, η (Α)
το να ακούει ή να παρακολουθεί κάποιος με προσοχή.