πανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panthano
|Transliteration C=panthano
|Beta Code=panqa/nw
|Beta Code=panqa/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πάσχω]], late form in <span class="bibl"><span class="title">EM</span>98.46</span>, al.</span>
|Definition== [[πάσχω]], late form in ''EM''98.46, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανθάνω''': [[πάσχω]], Δαμασκ. ΙΙ. 317Β, Στουδ. 1228Α, Βασιλείου Πορφυρογ. Νεαραὶ 316, Ἐτυμολ. Μέγ. 98, 46., 450, 13., 566, 26.
|lstext='''πανθάνω''': [[πάσχω]], Δαμασκ. ΙΙ. 317Β, Στουδ. 1228Α, Βασιλείου Πορφυρογ. Νεαραὶ 316, Ἐτυμολ. Μέγ. 98, 46., 450, 13., 566, 26.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br />[[πάσχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρ. που έχει προέλθει από το <i>επαθον</i>, αόρ. β' του [[πάσχω]], [[κατά]] το αντίστροφο [[σχήμα]] του [[μανθάνω]] > <i>ἔμαθον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανθάνω Medium diacritics: πανθάνω Low diacritics: πανθάνω Capitals: ΠΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: panthánō Transliteration B: panthanō Transliteration C: panthano Beta Code: panqa/nw

English (LSJ)

= πάσχω, late form in EM98.46, al.

German (Pape)

[Seite 460] = πάσχω, der Etymologie wegen gebildet, E. M., kommt bei Sp. vor.

Greek (Liddell-Scott)

πανθάνω: πάσχω, Δαμασκ. ΙΙ. 317Β, Στουδ. 1228Α, Βασιλείου Πορφυρογ. Νεαραὶ 316, Ἐτυμολ. Μέγ. 98, 46., 450, 13., 566, 26.

Greek Monolingual

Μ
πάσχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που έχει προέλθει από το επαθον, αόρ. β' του πάσχω, κατά το αντίστροφο σχήμα του μανθάνω > ἔμαθον].