θαιραῖος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thairaios
|Transliteration C=thairaios
|Beta Code=qairai=os
|Beta Code=qairai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">for axles</b>, ξύλα <span class="bibl">Poll.1.253</span>.</span>
|Definition=α, ον, [[for axles]], ξύλα Poll.1.253.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=θαιραῑος, -αία, -ον (Α) [[θαρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για [[κατασκευή]] αξόνων, <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=θαιραῖος, -αία, -ον (Α) [[θαρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῖα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για [[κατασκευή]] αξόνων, <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαιραῖος Medium diacritics: θαιραῖος Low diacritics: θαιραίος Capitals: ΘΑΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: thairaîos Transliteration B: thairaios Transliteration C: thairaios Beta Code: qairai=os

English (LSJ)

α, ον, for axles, ξύλα Poll.1.253.

German (Pape)

[Seite 1181] s. θαιρός.

Greek Monolingual

θαιραῖος, -αία, -ον (Α) θαρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῖα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για κατασκευή αξόνων, Πολυδ.).