τοξοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toksoeidis | |Transliteration C=toksoeidis | ||
|Beta Code=tocoeidh/s | |Beta Code=tocoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=τοξοειδές, [[bow-shaped]], Callix.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:34, 25 August 2023
English (LSJ)
τοξοειδές, bow-shaped, Callix.1.
German (Pape)
[Seite 1128] ές, bogenartig, bogenförmig, Callixen. bei Ath. V, 206 a.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τόξου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα τόξου
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τοξοειδές
βιολ. βακτηριακό δηλητήριο το οποίο δεν είναι πλέον ενεργό, αλλά διατηρεί την ιδιότητα να συνδέεται με ή να διεγείρει τον σχηματισμό αντισωμάτων
3. φρ. «τοξοειδής δομή»
γεωλ. μεγάλου μήκους κυρτό τοπογραφικό χαρακτηριστικό της επιφάνειας της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ειδής].