λέπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lepto
|Transliteration C=lepto
|Beta Code=le/ptw
|Beta Code=le/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[λέπω]] <span class="bibl">11.2</span>.</span>
|Definition=v. [[λέπω]] II.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέπτω]] (Α)<br />[[τρώγω]], [[κατατρώγω]] («[[λέπτει]]<br />κατεσθίει», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπω]], μεταπλασμένο [[κατά]] τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -<i>πτω</i> ή με [[επίδραση]] του [[λεπτός]].
|mltxt=[[λέπτω]] (Α)<br />[[τρώγω]], [[κατατρώγω]] («[[λέπτει]]<br />κατεσθίει», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπω]], μεταπλασμένο [[κατά]] τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -<i>πτω</i> ή με [[επίδραση]] του [[λεπτός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπτω Medium diacritics: λέπτω Low diacritics: λέπτω Capitals: ΛΕΠΤΩ
Transliteration A: léptō Transliteration B: leptō Transliteration C: lepto Beta Code: le/ptw

English (LSJ)

v. λέπω II.2.

Greek Monolingual

λέπτω (Α)
τρώγω, κατατρώγωλέπτει
κατεσθίει», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -πτω ή με επίδραση του λεπτός.